- ναστουράνης
- ο(ορυκτ.) άλλη ονομασία τού ορυκτού πισσουρανίτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πισσουρανίτης — ο, Ν (ορυκτ.) άμορφη, μαύρη, πισσώδης μορφή τού ουρανίτη, κρυσταλλικού ορυκτού οξειδίου τού ουρανίου, το οποίο αποτελεί ένα από τα κύρια μεταλλεύματα τού ουρανίου με περιεκτικότητα 50% 80% τού στοιχείου αυτού, αλλ. ναστουράνης … Dictionary of Greek